- κυτταρινάση
- η(βιοχ.) ένζυμο που εκκρίνεται από το έντερο ορισμένων χορτοφάγων ζώων και το οποίο συντελεί στην πέψη τής κυτταρίνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cellulase < γαλλ. cellule (< λατ. cellula, υποκορ. τού λατ. cella «θάλαμος, θήκη») + -ase].
Dictionary of Greek. 2013.